ποτάμιος

ποτάμιος
ποτᾰμ-ιος, α, ον, also ος, ον E.El.309, but cf. 56:—
A of or from a river,

ὄχθαι A.Th.392

;

ποτά S.Fr.659.5

; δρόσος, ὕδατα, χεύματα, ῥεῖθρα, E.Hipp.127 (lyr.), Alc.159, Hel.1304 (lyr.), El. 152 (lyr.), 794;

κύκνος Id.Rh.618

;

οἱ ἵπποι οἱ π. Hdt.2.71

, cf. Arist. HA502a9;

ὁ π. χοῖρος Id.Fr.300

; τὰ π. (sc. ζῷα), opp. τὰ θαλάττια, etc., Id.HA487a27; of plants, Thphr.HP4.10.1;

ναῦς Jul.Or.1.22a

;

ναῦται PGiss.40 ii 18

(iii A. D.).
2 of cities, on a river, Pi.P.6.6; ποταμία (sc. χώρα) Str.11.3.2, al.
3 epith. of Artemis, from the connexion of her worship with that of rivers, Pi.P.2.7;

π. θεοί Artem.2.34

.
4 Ποτάμιος (sc. μήν), , month at Chalcedon, GD1 3053.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποτάμιος — of masc nom sg ποτάμιος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτάμιος — α, ο / ποτάμιος, ον, ΝΜΑ, και ποτάμείος Α [ποταμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποταμό ή προέρχεται από αυτόν, ποταμήσιος (α. «ποτάμια ύδατα» β. «παρ ὄχθαις ποταμίαις», Αισχύλ. γ. «ποτάμια ποτά», Σοφ. δ. «ποτάμιος κύκνος», Ευρ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ποταμίους — ποτάμιος of masc acc pl ποτάμιος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτάμιοι — ποτάμιος of masc nom/voc pl ποτάμιος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλιάκμων — Ποτάμιος θεός, γιος του Ωκεανού και της Τηθύας ή του Παλαιστίνου, γιου του Ποσειδώνα και της Πιερίας. Όταν ο Παλαιστίνος πληροφορήθηκε τον φόνο του Α. σε κάποια μάχη, έπεσε στον ποταμό Κονασό που μετονομάστηκε Παλαιστίνος (σήμερα Στρυμόνας).… …   Dictionary of Greek

  • ποταμίαις — ποτάμιος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμίαισι — ποτάμιος of fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμίαισιν — ποτάμιος of fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμίης — ποτάμιος of fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτάμιαι — ποτάμιος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτάμι' — ποτάμια , ποτάμιον neut nom/voc/acc pl ποτάμια , ποτάμιος of neut nom/voc/acc pl ποτάμια , ποτάμιος of neut nom/voc/acc pl ποτάμιε , ποτάμιος of masc voc sg ποτάμιε , ποτάμιος of masc/fem voc sg ποτάμιαι , ποτάμιος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”